Ας υποθέσουμε ότι σε έναν μήνα αποκαλύπτεται ότι στον τάφο της Αμφίπολης φυλασσόταν τόσους αιώνες όχι η Ρωξάνη ή ο Νέαρχος, αλλά ο Αλέξανδρος. Ας υποθέσουμε δηλαδή ότι η αρχαιολογική σκαπάνη (που οι γνωστοί «εθνικοί λόγοι», στην τηλεοπτική μάλιστα εκδοχή τους, την υποχρέωσαν να δουλέψει με ρυθμούς που ίσως αφήσουν έκθετη ή πληγωμένη την επιστήμη, όπως και η επιλογή να προχωρήσει η ανασκαφή όχι στρωματογραφικά αλλά περίπου με τη λεγόμενη μέθοδο των τυμβωρύχων) φέρνει στο φως ό,τι ονειρεύτηκαν δεκάδες αρχαιολόγοι και αμέτρητοι αυτοχειροτόνητοι Ιντιάνα Τζόουνς. Τι θα σημαίνει αυτό επί της ουσίας και τι θα αφήσει πίσω του ύστερα από τις πρώτες μέρες της εθνικής ή και εθνικιστικής έξαρσης και της ραγδαίας ανάπτυξης του αρχαιοπροσκυνηματικού τουρισμού στην περιοχή; Ποια επίδραση θα είχε ένα τέτοιο γεγονός όχι βέβαια στα οικονομικά μας (που θα μείνουν ως έχουν ακόμα κι αν βρεθούν στον τάφο τα μισά από τα «απαλλοτριωθέντα» περσικά πλούτη), αλλά στο φρόνημα, στη συλλογική αυτοεκτίμησή μας;
Δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε, αρκεί να βασιστούμε στα ήδη συμβαίνοντα και στα γνωστά. Γνωστό είναι πως η χώρα μας ανταγωνίζεται από παλιά το Ισραήλ για τα πρωτεία στην εθνικοποιημένη ή στρατευμένη ή ιδεολογική αρχαιολογία, με τρόπο που συχνά θίγει την επιστημονική κοινότητα. Ιδιαίτερα οι ανασκαφές στη Βόρεια Ελλάδα όφειλαν να προσαρμόζονται στη συγκυρία και να λειτουργούν σαν επίκουροι της εθνικής πολιτικής: να αποδεικνύουν με τα ευρήματα και την ερμηνεία τους την αρχέγονη ελληνικότητα των Μακεδόνων και να αποστομώνουν τους βόρειους ακατονόμαστους γείτονες, που, παραδομένοι στη δική τους ιδεοληπτική εθνική πολιτική, διεκδικούν τεμάχια της μακεδονικής κληρονομιάς ή και ολόκληρη.
Τι βλέπουμε τώρα; Να εμπλέκονται ξανά τα αρχαία λείψανα στο Μακεδονικό, αλλά και στη μικροπολιτική. Να χρησιμοποιούνται από την Πολιτεία και πολλά μέσα ενημέρωσης σαν «τελεσίδικη επιβεβαίωση της μακεδονικής ελληνικότητας», για την οποία ωστόσο δηλώναμε απολύτως βέβαιοι και μία εικοσαετία πριν. Ακούμε επίσης ότι τα ευρήματα (παρεμπιπτόντως: για τους αρχαιολόγους ένα κουκούτσι αξίζει όσο δέκα αγάλματα) χαλυβδώνουν το φρόνημα των Ελλήνων σε μια τόσο στενάχωρη περίοδο. Κατ’ αρχάς, με τόσο πλεόνασμα, η περίοδος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στενάχωρη. Κι ύστερα, αν το φρόνημά μας έχει καμφθεί τόσο (παρά τον Παρθενώνα, την Ολυμπία, τους Δελφούς, την Κνωσό, τη Βεργίνα) ώστε να χρειάζεται ένα ταφικό εύρημα-θαύμα για να γιατρευτεί, μάλλον πρέπει να ανησυχούμε για την ποιότητά του. Ακούμε επίσης ότι η λάμψη της ανασκαφής στην Αμφίπολη ενισχύει τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και -σε πραγματιστική γλώσσα- ευεργετεί τον τουρισμό της. Αν οι κυβερνώντες πιστεύουν όντως πως η αρχαιολογία είναι τόσο χρήσιμη, γιατί τότε η πολιτική τους «προκαλεί δυσλειτουργίες και αγκυλώσεις στην επιτέλεση του αρχαιολογικού έργου», με «την έλλειψη στόχευσης από το αρμόδιο υπουργείο, τις δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση και την περαιτέρω συρρίκνωση των δομών και των αρμοδιοτήτων», όπως επισημαίνει η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων;
Πηγή: Καθημερινή
του Παντελή Μπουκάλα
Δημοσίευση: 02.09.2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου