[...] «Η Αμφίπολη δεν προσφέρεται για αντιπαραθέσεις αρχαιολόγων», «Ούτε οι σεισμολόγοι κάνουν έτσι» κ.ά.
Εκφράσεις σαν αυτές, με διάφορες παραλλαγές, εκστομίζονται ως αυτονόητες υποχρεώσεις των επιστημόνων συχνά από θεσμικά χείλη, όπως του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά επίσης και από πολίτες που (αυτο)τοποθετούνται στις δήθεν αυτονόητες αξίες του φιλελευθερισμού και κυριεύονται από την ιδεοληψία μιας χώρας που οφείλει να γίνει κανονική.
Η σκέψη αυτή, που σχεδόν επιβάλλει μια ευρύτατη σιγή των επιστημόνων ή επιτάσσει την ολική παραδοχή των ανακοινωθέντων από τους έχοντες θεσμικά την ευθύνη της ανασκαφής, ενώ εμφανίζεται να εξανίσταται κατά των δημοσιολογούντων και αντιμαχομένων την επικεφαλής της ανασκαφής στο όνομα κάποιας ευρωπαϊκής ή διεθνούς πρακτικής, στην πραγματικότητα αναπολεί τις εποχές του άγριου επιστημονισμού και της κυριαρχίας της αυθεντίας.
Τις εποχές της πλήρους εμπιστοσύνης στους ειδήμονες, οι οποίες όμως έχουν παρέλθει οριστικά από τη στιγμή που η τεχνολογική ανάπτυξη διέσπειρε τους κινδύνους σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης θόλωσε το όριο της γνώμης και της γνώσης, η μαζική δημοκρατία και ο ατομικισμός οδηγησαν τα μεσαία στρώματα στο στρόβιλο της ανασφάλειας. Μπορεί τα πρωτεία της γνώσης που παράγεται στην Αμφίπολη να ανήκουν δικαιωματικά στην επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής, όμως η πρωτοφανής ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ανασκαφής και η εκτεταμένη δημοσιότητα που καλλιεργείται από την κυβέρνηση οδηγούν σχεδόν αντικειμενικά στη στέρηση του μονοπωλίου της ανασκαφής.
Η στρατηγική του ΥΠΠΟΑ να χρησιμοποιεί το σχήμα της ομιλίας του ίδιου του τάφου («θα μιλήσει ο τάφος»), πέραν της σπηλαιολογικής πλατωνικής καθήλωσης και μεταφυσικής, είναι και μια μετάφραση ανασκαφικών κανόνων και πρακτικών που θέλουν τα δικαιώματα της ανασκαφής και των ευρημάτων να ανήκουν αποκλειστικά στον επικεφαλής της ανασκαφής (κυρίως το δικαίωμα πρόσβασης και δημοσίευσης)
Ωστόσο, το υπουργείο είναι αυτό που εξέθεσε την Αμφίπολη στη δημοκρατική κοινή θέα και αποφάσισε –ορθώς κατά τη γνώμη μου, αν και όχι ανιδιοτελώς– να εντάξει την ανασκαφή στο πλαίσιο της εκδημοκρατισμένης γνώσης και τους αφηγητικούς τύπους του National Geographic.
Βέβαια, εγκαινιάζοντας αυτή την πρακτική, θα όφειλε να επινοήσει ένα πιο δημοκρατικό πρωτόκολλο. Κοινώς να ανοίξει την ανασκαφή και στα έτερα επιστημονικά βλέμματα, στην αντίθετη άποψη. Η κοινωνιολογία των επιστημών και της τεχνολογίας θα είχε πολλά να πει για έναν χειρισμό που ανοίγεται στη δημοσιότητα με όρους αυτοακυρωτικούς της.
Ας σκεφτούμε έναν τέτοιο επιστημονικό χειρισμό σε ένα δυστύχημα τύπου Φουκουσίμα. Θα έπρεπε να αρκεστούμε στα δελτία τύπου, στην επάρκεια του επικεφαλής και να αποκλείσουμε ειδικούς που θα είχαν εκφράσει επιφυλάξεις. Εξάλλου, και για να προχωρήσουμε την αναλογία με τις επιστήμες του κινδύνου, σε αντίθεση με όσα διατρανώνει ο κοινός λόγος, η διαμάχη μεταξύ σεισμολόγων που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και επεκτάθηκε και τις δύο επόμενες δεκαετίες δεν είναι δείγμα λαϊκισμού ή αρχαϊκότητας. Όχι μόνο αντιστοιχεί στο αίτημα μιας σύγχρονης δημοκρατίας, όπου οι πολίτες οικειοποιούνται και μετέρχονται (ατελώς πάντα) μιας επιστημονικής συζήτησης, αλλά αφορά και την ιστορία μιας επιστημονικής κοινότητας που βελτιώνει μέσα από την αντιμαχία τα εργαλεία της και την αποτελεσματικότητά της.
Με άλλα λόγια, ο τάφος είναι δημοκρατικά “κοντροβέρσιαλ” και θα είναι για πάντα – ακόμα και αν συμφωνήσουν όλοι οι αρχαιολόγοι της Ελλάδας και του πλανήτη. Ως οφείλει, άλλωστε, να είναι στην εποχή που για κάθε πραγματογνωμοσύνη γεννιέται το αίτημα της αντιπραγματογνωμοσύνης.[...]
Απόσπασμα από το κείμενο του Παναγή Παναγιωτόπουλου «Το καλειδοσκόπιο της Αμφίπολης», που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Books' Journal, τχ. 48, Οκτώβριος 2014.
Πηγή: the books' journal
Εκφράσεις σαν αυτές, με διάφορες παραλλαγές, εκστομίζονται ως αυτονόητες υποχρεώσεις των επιστημόνων συχνά από θεσμικά χείλη, όπως του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά επίσης και από πολίτες που (αυτο)τοποθετούνται στις δήθεν αυτονόητες αξίες του φιλελευθερισμού και κυριεύονται από την ιδεοληψία μιας χώρας που οφείλει να γίνει κανονική.
Η σκέψη αυτή, που σχεδόν επιβάλλει μια ευρύτατη σιγή των επιστημόνων ή επιτάσσει την ολική παραδοχή των ανακοινωθέντων από τους έχοντες θεσμικά την ευθύνη της ανασκαφής, ενώ εμφανίζεται να εξανίσταται κατά των δημοσιολογούντων και αντιμαχομένων την επικεφαλής της ανασκαφής στο όνομα κάποιας ευρωπαϊκής ή διεθνούς πρακτικής, στην πραγματικότητα αναπολεί τις εποχές του άγριου επιστημονισμού και της κυριαρχίας της αυθεντίας.
Τις εποχές της πλήρους εμπιστοσύνης στους ειδήμονες, οι οποίες όμως έχουν παρέλθει οριστικά από τη στιγμή που η τεχνολογική ανάπτυξη διέσπειρε τους κινδύνους σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης θόλωσε το όριο της γνώμης και της γνώσης, η μαζική δημοκρατία και ο ατομικισμός οδηγησαν τα μεσαία στρώματα στο στρόβιλο της ανασφάλειας. Μπορεί τα πρωτεία της γνώσης που παράγεται στην Αμφίπολη να ανήκουν δικαιωματικά στην επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής, όμως η πρωτοφανής ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ανασκαφής και η εκτεταμένη δημοσιότητα που καλλιεργείται από την κυβέρνηση οδηγούν σχεδόν αντικειμενικά στη στέρηση του μονοπωλίου της ανασκαφής.
Η στρατηγική του ΥΠΠΟΑ να χρησιμοποιεί το σχήμα της ομιλίας του ίδιου του τάφου («θα μιλήσει ο τάφος»), πέραν της σπηλαιολογικής πλατωνικής καθήλωσης και μεταφυσικής, είναι και μια μετάφραση ανασκαφικών κανόνων και πρακτικών που θέλουν τα δικαιώματα της ανασκαφής και των ευρημάτων να ανήκουν αποκλειστικά στον επικεφαλής της ανασκαφής (κυρίως το δικαίωμα πρόσβασης και δημοσίευσης)
Ωστόσο, το υπουργείο είναι αυτό που εξέθεσε την Αμφίπολη στη δημοκρατική κοινή θέα και αποφάσισε –ορθώς κατά τη γνώμη μου, αν και όχι ανιδιοτελώς– να εντάξει την ανασκαφή στο πλαίσιο της εκδημοκρατισμένης γνώσης και τους αφηγητικούς τύπους του National Geographic.
Βέβαια, εγκαινιάζοντας αυτή την πρακτική, θα όφειλε να επινοήσει ένα πιο δημοκρατικό πρωτόκολλο. Κοινώς να ανοίξει την ανασκαφή και στα έτερα επιστημονικά βλέμματα, στην αντίθετη άποψη. Η κοινωνιολογία των επιστημών και της τεχνολογίας θα είχε πολλά να πει για έναν χειρισμό που ανοίγεται στη δημοσιότητα με όρους αυτοακυρωτικούς της.
Ας σκεφτούμε έναν τέτοιο επιστημονικό χειρισμό σε ένα δυστύχημα τύπου Φουκουσίμα. Θα έπρεπε να αρκεστούμε στα δελτία τύπου, στην επάρκεια του επικεφαλής και να αποκλείσουμε ειδικούς που θα είχαν εκφράσει επιφυλάξεις. Εξάλλου, και για να προχωρήσουμε την αναλογία με τις επιστήμες του κινδύνου, σε αντίθεση με όσα διατρανώνει ο κοινός λόγος, η διαμάχη μεταξύ σεισμολόγων που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και επεκτάθηκε και τις δύο επόμενες δεκαετίες δεν είναι δείγμα λαϊκισμού ή αρχαϊκότητας. Όχι μόνο αντιστοιχεί στο αίτημα μιας σύγχρονης δημοκρατίας, όπου οι πολίτες οικειοποιούνται και μετέρχονται (ατελώς πάντα) μιας επιστημονικής συζήτησης, αλλά αφορά και την ιστορία μιας επιστημονικής κοινότητας που βελτιώνει μέσα από την αντιμαχία τα εργαλεία της και την αποτελεσματικότητά της.
Με άλλα λόγια, ο τάφος είναι δημοκρατικά “κοντροβέρσιαλ” και θα είναι για πάντα – ακόμα και αν συμφωνήσουν όλοι οι αρχαιολόγοι της Ελλάδας και του πλανήτη. Ως οφείλει, άλλωστε, να είναι στην εποχή που για κάθε πραγματογνωμοσύνη γεννιέται το αίτημα της αντιπραγματογνωμοσύνης.[...]
Απόσπασμα από το κείμενο του Παναγή Παναγιωτόπουλου «Το καλειδοσκόπιο της Αμφίπολης», που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Books' Journal, τχ. 48, Οκτώβριος 2014.
Πηγή: the books' journal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου