Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Amphipolitics


«Περιμέναμε 2.300 χρόνια για τον τάφο αυτό, ας περιμένουμε 2-3 εβδομάδες ακόμα. Το μεγάλο ερώτημα είναι να δούμε ποιος είναι θαμμένος μέσα», δήλωνε στις 12 Αυγούστου ο υπουργός Πολιτισμού Κ. Τασούλας, για να συμπληρώσει ότι «με τις ανασκαφές αυτές τονίζεται και πάλι η ιστορικότητα της χώρας και ειδικά της Μακεδονίας».[1] Λίγες μέρες αργότερα, από άμβωνος, ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος προφήτευε πως «όποιος και να είναι θαμμένος στον τάφο θα είναι Έλληνας», απαντώντας έτσι, στο ίδιο κήρυγμα, στην δηλωμένη πρόθεση του Δημάρχου της πόλης να ιδρύσει, επιτέλους, αποτεφρωτήριο νεκρών σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου.

Η ιδέα ότι το έθνος ζει για να ξεθάβει τους νεκρούς του ως επιβεβαίωση της μοναδικότητάς του δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη μετά από διακόσια και πλέον χρόνια εθνικισμού, στην περίπτωση της Αμφίπολης όμως επιστρατεύεται για να βοηθήσει στην συγκρότηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος: επαναφέροντας τις πολυκαιρισμένες εκείνες, αλλά πάντα ελκυστικές, ιδέες περί πολιτισμικού αυτοχθονισμού των Ελλήνων και συνδυάζοντάς τες με τα βιοπολιτικά εργαλεία που μας άφησε η κρίση, η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία της χώρας εννοεί να οργανώσει τον πληθυσμό με τον τρόπο που εκείνη προτιμά – και που παράλληλα πιστεύει ότι επιθυμεί το πελατειακό της ακροατήριο. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού από τον χώρο της ανασκαφής («Η γη της Μακεδονίας μας εξακολουθεί να μας συγκινεί και να μας εκπλήσσει αποκαλύπτοντας από τα σπλάχνα της μοναδικούς θησαυρούς, που συνθέτουν, υφαίνουν όλοι μαζί αυτό το μοναδικό μωσαϊκό της ελληνικής μας Ιστορίας, για το οποίο όλοι οι Έλληνες είναι πολύ υπερήφανοι»)[2] και από το βήμα της Δ.Ε.Θ. («ένας μακεδονικός τάφος με αυτές τις διαστάσεις είναι κάτι μεγάλο και ακόμα μια επιβεβαίωση για την ελληνικότητα της Μακεδονίας»)[3] δείχνουν ταυτόχρονα, όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο, και τον πολιτικό κυνισμό μιας πολιτικής ηγεσίας έτοιμης για όλα, αλλά και τον πανικό τού αενάως ανασφαλούς εθνικιστή μπροστά στις προκλήσεις της πραγματικότητας.

Είναι προφανώς περιττό να τονιστεί για ακόμη μια φορά η αδυναμία της αρχαιολογίας να επιλύσει το λεγόμενο «Μακεδονικό», ένα πρόβλημα αντιμαχόμενων εθνικισμών που μας πηγαίνει πίσω στον 19ο αιώνα, ένα ζήτημα όπου η αρχαιολογία περιπλέκει μάλλον παρά απλοποιεί την κατάσταση.[4] Τη στιγμή όμως που τα μεγάλα αγόρια του έθνους παίζουν με τα κουβαδάκια τους στα μπάζα του τύμβου Καστά, ισχυριζόμενοι πως, πάνω απ’ όλα, «αυτή είναι η δύναμη του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνισμού»,[5] το ακροατήριό τους εθίζεται –όχι και με μεγάλη δυσκολία, είναι η αλήθεια– σε μια αρχαιολογία απαρεγκλίτως εθνική, την ανασκαφή ως μάρτυρα εθνοφυλετικής καθαρότητας, την ενασχόληση με το παρελθόν όχι ως πεδίο μάθησης ή –έστω– εθνικής αυτογνωσίας, αλλά ως διελκυστίνδα εθνικών αφηγημάτων: «Βγάζω από το χώμα αποδείξεις ελληνισμού», υπενθύμιζε το 2012 η διευθύντρια των ανασκαφών στη Βεργίνα, πριν ακόμη αναδυθεί το φάσμα της Αμφίπολης με τα «μοναδικά» ευρήματα που μας υπόσχεται.[6] Κι όταν μιλώ για τέτοιους κινδύνους, η ανασκαφική δεοντολογία και το επιστημονικό ήθος είναι το τελευταίο που έχω στο μυαλό μου (αν και θα έπρεπε και αυτά να μας απασχολήσουν κάποια στιγμή)· αντίθετα, με τρομάζει μια αρχαιολογία που εργαλειοποιεί την κλασική αρχαιότητα ως μηχανισμό βιοπολιτικής διάκρισης, ως ένα ακόμη επιχείρημα για τη συγκρότηση της χώρας, και της ευρωπαϊκής επικράτειας, ως φρουρίου φυλετικής και πολιτισμικής καθαρότητας, ως περίφρακτου παραδείσου όπου έχουν θέση μόνον τα ορφανά του Μεγαλέξαντρου. Και είναι τραγικά ειρωνικό το γεγονός ότι τη στιγμή που το έθνος ονειρεύεται τον εαυτό του κάτω από την τέντα στην Αμφίπολη, εκατοντάδες «λαθρομετανάστες» πνίγονται στα θαλάσσια σύνορα Αφρικής και Ευρώπης, εκατοντάδες υπάρξεις που παραδόξως περνούν απαρατήρητες από τον ευρωπαϊκό ουμανισμό με τη μακραίωνη παράδοση, αυτήν ακριβώς την παράδοση που εννοούμε να ανάγουμε στους μακρινούς μας προγόνους της κλασικής Ελλάδας. Είναι το μέλλον της ελληνικής αρχαιολογίας αυστηρά «ελλαδικό» και εθνικά καθορισμένο;

Και ενόσω το πρότζεκτ εθνικής θησαυροθηρίας στην Αμφίπολη φαίνεται να παρατείνεται, εμπεδώνεται, πιστεύω, και το νέο, ας το πούμε «μεταμνημονιακό», ήθος που συστηματικά καλλιεργήθηκε από την πολιτική και παραπολιτική, θεσμική και εξωθεσμική ηγεσία της χώρας στα χρόνια της κρίσης. Τα «ανασκαφικά ανακοινωθέντα» μιλούν πλέον για «ανασκαφή βαρέος τύπου», και για (αν έχεις το θεό σου) «ισοδύναμα μέτρα αποχωμάτωσης και υποστύλωσης», ξεκαθαρίζοντας μια και καλή πως αυτό που γίνεται στην Αμφίπολη «δεν έχει σχέση με τις μέχρι τώρα εμπειρίες των αρχαιολόγων».[7] Με άλλα λόγια: αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε, μάγκες, ανασκαφικές δεοντολογίες και επιστημονικές ευαισθησίες του 20ού αιώνα, όπως θα ξεχάσετε και τους τάχαμου προσβάσιμους αιγιαλούς, την και καλά θεσμική υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία και την ευημερία των πολιτών του, να διασφαλίζει την εργασιακή ειρήνη και τη λειτουργία του κοινοβουλίου και της δημοκρατίας. «Για το καλό αυτού του τόπου σε μια κρίσιμη χρονική περίοδο»,[8] λέει με νόημα η ανασκαφέας του μνημείου, οφείλουν οι πάντες να αποδεχθούν τόσο το αδόκιμο της ανασκαφικής μεθόδου που ακολουθείται όσο και την απόλυτη επιστημονική εγκυρότητα των συμπερασμάτων της, τα οποία, σημειωτέον, ανακοινώθηκαν ήδη πριν την έναρξη της ανασκαφής (που, θυμίζω, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί). Ενώ, δηλαδή, με μια πρώτη ματιά οι αρχαιολόγοι της Αμφίπολης φαίνονται να χρησιμοποιούν την κατάσταση εξαίρεσης στην οποία βρίσκεται το μνημείο ως δικαιολογία για την πρωτοφανή βιασύνη και αμφιλεγόμενη μέθοδο με την οποία το σκάβουν, στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη ανασκαφή προτείνεται ως εργαλείο εμπέδωσης αυτής της ίδιας της κατάστασης εξαίρεσης.

Ακόμη κι αν δεν ευσταθεί η έντονη φημολογία που ήθελε τους αρχαιολόγους να μπουκάρουν στον ταφικό θάλαμο βράδυ Σαββάτου 13 Σεπτεμβρίου για να αποσπάσουν την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Δ.Ε.Θ., η ταύτιση, από την βουρκωμένη ανασκαφέα, της έρευνας και της διάχυσης των αποτελεσμάτων της με τους επικοινωνιακούς χειρισμούς τών, έστω και άμισθων, ειδικά εντεταλμένων υπαλλήλων της κυβέρνησης,[9] ακούγεται ως προανάκρουσμα της αρχαιολογίας του μέλλοντος. Που, και εντελώς σουρεαλιστικά, μοιάζει και λίγο σαν να έρχεται από το μακρινό παρελθόν: «Αυτή είναι η μαγεία της αρχαιολογίας. Όταν βγαίνει ένα μνημείο είναι το καλύτερο βιβλίο για να σου δώσει την ιστορία της εποχής εκείνης», δηλώνει η ανασκαφέας. Μετά την Αμφίπολη, καμία ανασκαφή στην επικράτεια δεν θα είναι πλέον η ίδια.
-----------
[1] http://goo.gl/y7Tacg

[2] http://goo.gl/9ERVjY

[3] http://goo.gl/D3FLZ3

[4]Δ. Πλάντζος, «Τα ορφανά του Αλεξάνδρου», TheAthensReviewofBooks, τχ. 30 (Ιούνιος 2012).

[5]Από τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλου στη ΔΕΘ. Βλ. http://goo.gl/POi8GG

[6] http://goo.gl/Hk07cl

[7] http://goo.gl/nRjvI1

[8] http://goo.gl/qglFGT

[9] http://goo.gl/mXRpsg

Πηγή: The Athens Review, τχ. 55
του Δημήτρη Πλάντζου
Δημοσίευση:1/10/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου